-
1 φτέρνα
[фтэрна] ουσ. Θ. пятка, каблук.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φτέρνα
-
2 пятка
-
3 пята
1. тех. το έρεισμα, το στήριγμα 2. мор. 3. (задняя часть ступни) η φτέρνα, η πτέρνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пята
-
4 задник
задникм (у обуви) ἡ φτέρνα (τοῦ παπουτσιού). -
5 пята
пят||аав1. ἡ φτέρνα, ἡ πτέρνα:с головы до пят ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια·2. тех. τό ἐρεισμα, τό στήριγμα· ◊ ахиллесова \пята ἡ 'Αχίλλειος πτέρνα· ходить за кем-л. по \пятаа́м ἀκολουθώ κατά πόδας· быть под \пятаой у кого-л. βρίσκομαι ὑπό τό πέλμα κάποιου. -
6 пятка
пятк||аж ἡ φτέρνα, ἡ πτέρνα, ἡ πατούνα, ἡ πατούσα· ◊ душа в \пяткаи ушла πήγε ἡ καρδιά μου στἡν κούλουρη· удирать так, что только \пяткан сверкают τό βάζω στά πόδια, παίρνω τά πόδια μου στον ὠμο. -
7 задник
[ζάντνικ] ουσ. α. φτέρνα -
8 задник
[ζάντνικ] ουσ. α. φτέρνα -
9 пятка
[πγιάτκα/] ουσ. θ. φτέρνα -
10 задник
[ζάντνικ] ουσ α φτέρνα -
11 задник
[ζάντνικ] ουσ α φτέρνα -
12 пятка
[πγιάτκα] ουσ θ φτέρνα -
13 ввязать
ввяжу, ввяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввязанный, βρ: -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. εμπλέκω, πλέκω μέσα, συνδέω πλέκοντας•ввязать пятку в чулок πλέκω φτέρνα στην κάλτσα.
2. μτφ. μπλέκω, τυλύγω, μπερδεύω• ввязать кого-н. в неприятное дело μπλέκω κάποιον σε παλιοδουλιά.παίρνω μέρος, αναμιγνύομαι, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι. -
14 задник
-а α.1. η φτέρνα των παπουτσιών.2. ο φόντος της σκηνής του θεάτρου. -
15 задок
-дка α.1. μικρό πισινό μέρος, τσινάκι.2. πισινό μέρος αμαξιών. || ράχη καθίσματος, ακουμπηστήρι.3. φτέρνα παπουτσιών. -
16 пята
-ы, πλθ. пяты, пят, пятам θ.βλ. пятка (1 σημ.).πόδι.(τεχ.) στήριγμα.εκφρ.до пят – ως τη φτέρνα (πολύ μακρύς)•по -ам – κατά πόδας, στο κοντό•под -ой – κάτω από το πέλμα (του καταχτητή κ.τ.τ.)• υποδουλωμένος•с (от) головы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια, από πάνω ως κάτω. -
17 пятка
-и θ.1. φτέρνα, πτέρνα•ходить напяткаах βαδίζω στις φτέρνες•
-и чулок οι φτέρνες τωνκαλτσών.
2. (τεχ.) στήριγμα.εκφρ.показать -и – το βάζω στα πόδια•наступать на -и – φτάνω πολύ κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω•с (от) головы (макушки) до пяток – βλ. στη λέξη «пята».
См. также в других словарях:
φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… … Dictionary of Greek
φτέρνα — η 1. στο κατώτατο τμήμα του ανθρώπινου ποδιού το πίσω μέρος, το αντίθετο με τα δάχτυλα, και ιδίως το πίσω του πέλματος, της πατούσας. 2. σε αυτό το μέρος το ακραίο μεγάλο κόκαλο του ταρσού, όπου κρατιέται ο αχίλλειος τένοντας. 3. το μεγαλύτερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσούφτερνος — κατσούφτερνος, η, ον (Μ) (για παπούτσι) πατημένος στη φτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσο (< θ. κατσ τού κάθομαι, πρβλ. αόρ. ἔ κατσ α) + φτέρνα] … Dictionary of Greek
κλότσος — ο (Μ κλότσος) κλοτσιά νεοελλ. φρ. «είναι τού κλότσου και τού μπάτσου» για άνθρωπο στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν καμιά σημασία και τόν κάνουν ό,τι θέλουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. calcio φτέρνα, λάκτισμα» < λατ. calx, cis «φτέρνα»] … Dictionary of Greek
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek
φτερνί — το, Ν φτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα με αλλαγή γένους, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
φτερνιά — η, Ν χτύπημα με φτέρνα ή με πτερνιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα + κατάλ. ιά (πρβλ. γροθ ιά)] … Dictionary of Greek
Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… … Dictionary of Greek
φτερνοκοπώ — φτερνοκόπησα 1. χτυπώ κάτι με τη φτέρνα, δίνω φτερνιά (βλ. λ.), ποδοπατώ, ιδίως χτυπώ το έδαφος με τη φτέρνα, ποδοκροτώ, κάνω θόρυβο σε θέατρο με το χτύπημα των φτερνών στο έδαφος σε ένδειξη αποδοκιμασίας. 2. χτυπώ με το φτερνιστήρι, με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek